- διθυραμβοποιητική
- δῑθῠραμβο-ποιητική (sc. ποίησις), ἡ,A writing of dithyrambic poetry, Arist.Po.1447a14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διθυραμβοποιητική — writing of dithyrambic poetry fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διθυραμβοποιητική — η (Α διθυραμβοποιητική) η τέχνη τής σύνθεσης διθυράμβων … Dictionary of Greek
διθυραμβοποιία — η [διθυραμβοποιός] διθυραμβοποιητική … Dictionary of Greek